καλοχωνεύω

καλοχωνεύω
1. μετ.
1) хорошо усваивать, переваривать (пищу); 2) хорошо усваивать (знания и т. п.); осваивать (что-л.), овладевать (чём-л.);

καλοχωνεύω την τέχνη — овладевать специальностью;

2. αμετ. хорошо усваиваться, перевариваться (о пище)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "καλοχωνεύω" в других словарях:

  • καλοχωνεύω — 1. χωνεύω καλά, εύκολα 2. μτφ. α) (για πρόσ.) συμπαθώ κάποιον, μού είναι ευχάριστος, ευπρόσδεκτος β) (σχετικά με θεωρητικές γνώσεις) κατανοώ κάτι πλήρως («δεν τά καλοχωνεύω τα μαθηματικά») γ) (σχετικά με ψευδείς ειδήσεις ή πληροφορίες) πιστεύω,… …   Dictionary of Greek

  • καλοχωνεύω — καλοχώνεψα, καλοχωνεμένος 1. χωνεύω καλά: Δεν τα καλοχωνεύω τα φασόλια. 2. συμπαθώ κάποιον: Δεν τον καλοχωνεύουν οι καθηγητές του. 3. μαθαίνω καλά, κατανοώ: Δεν τα καλοχωνεύει τα μαθηματικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωνεύω — χώνευσα και χώνεψα, χωνεύτηκα, χωνευμένος και χωνεμένος 1. λιώνω μέταλλο στην κάμινο, το χύνω. 2. στις τροφές, καλοχωνεύω, χωνεύω κάτι: Ήταν σκληρό το κρέας και δεν το χώνεψα ακόμη. 3. στις καύσιμες ύλες, αποτεφρώνομαι, σταχτιάζω: Χωνέψανε τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»